παραδρομίζω

παραδρομίζω
1. παρεκκλίνω από τον κανονικό δρόμο
2. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι ηθικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δρόμος + κατάλ. -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδρομώ — άω παραδρομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δρόμος (πρβλ. παρα δρομίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”